Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

H χαμένη αθωότητα του φιλελευθερισμού


H χαμένη αθωότητα του φιλελευθερισμού
Αντιαντικομφορμιστικό σχόλιο για το θέατρο, το σινεμά και το παστίτσιο 
του Νικόλα Δημητριάδη
 Είδαμε τις τελευταίες ημέρες, στο θέατρο Χυτήριο, άλλη μία παράσταση από το χιλιοπαιγμένο έργο «φονταμενταλισμός εναντίον φιλελευθερισμού».
Είχαν προηγηθεί ένα βιντεάκι και κάτι σκίτσα για τον Μωάμεθ σε Γαλλία και ΗΠΑ, και η σύλληψη του «Γέροντος Παστιτσίου». Το έργο αυτό κρατάει αρκετούς αιώνες, αν και όχι με τους ίδιους όρους. Δεν είμαστε πια στην εποχή της Ιεράς Εξέτασης, όπου ο «Σκοταδισμός» κυνήγαγε τα φωτισμένα πνεύματα, αλλά στην εποχή που ο καπιταλισμός επιβάλλει τη φιλελεύθερη ιδεολογία σε ολόκληρο τον πλανήτη. Έτσι, δεν μπορεί η διαμάχη αυτή να αντιμετωπίζεται πια με τους όρους του 17ου και του 18ου αιώνα.
 Πολλοί παραξενεύονται με την επιλεκτική ευαισθησία πολλών υπερασπιστών της ελευθερίας του λόγου. Η φιλελεύθερη αντίληψη για τα ζητήματα πίστης και πολιτισμού είναι όμως αρκετά ξεκάθαρη. Ο πολιτισμός (όπως και η θρησκεία) δεν μπορεί να αποτελεί στοιχείο συνοχής και αυτοπροσδιορισμού μιας κοινωνίας, παρά μόνο ατομική επιλογή. Δεν είναι συλλογικό βίωμα, αλλά ατομικό. Ο πολιτισμός ως κοινό βίωμα αντιμετωπίζεται (ενίοτε σωστά) ως «επιβολή» και «εκμηδένιση» του ατόμου. Όμως ο πολιτισμός δεν είναι ούτε «οι κουζίνες των λαώνε», ούτε κάποιο ατομικό χόμπυ. Είναι πρωτίστως συλλογικός τρόπος ζωής και νοοτροπίας μιας ανθρώπινης κοινωνίας. Απαιτεί πρωτίστως ένα συλλογικό «εμείς» και δεν εξαντλείται στις ενδυματολογικές και μουσικές προτιμήσεις του σύγχρονου ανέμελου αστού. Έτσι, ο φιλελεύθερος πολεμάει τα κοινά πολιτισμικά στοιχεία κάθε κοινωνίας, όπως –στο όνομα της ελευθερίας του ατόμου– πολεμάει και κάθε συλλογική αναφορά και ταυτότητα. Έτσι βέβαια, αποκρύπτει το γεγονός ότι με τη σειρά του επιβάλλει τον δυτικό πολιτισμό στις παραδοσιακές κοινωνίες, αποδιαρθρώνοντάς τες και αντικαθιστώντας τις παραδοσιακές κουλτούρες με το δυτικό καπιταλιστικό φαντασιακό. Αυτό εξηγεί, για παράδειγμα, το γεγονός ότι ο φιλελεύθερος κατά κανόνα αποστρέφεται π.χ. τον ισλαμικό νόμο και τις ισλαμικές κοινωνίες ως «σκοταδιστικές», ενώ την ίδια στιγμή αγωνίζεται για τα δικαιώματα των ισλαμιστών στις δυτικές χριστιανικές κοινωνίες. Αυτό συμβαίνει διότι στην πρώτη περίπτωση, βλέπει την επιβολή μιας θρησκείας πάνω στα άτομα, ενώ στη δεύτερη βλέπει την ελεύθερη επιλογή ενός ατόμου απέναντι στη κρατούσα θρησκεία. Το πρόβλημα, βέβαια, ξεκινάει όταν διαπιστώσει ότι οι προσφιλείς στους δυτικούς αστούς θεωρίες του κάθε Πόππερ για την «ανοιχτή κοινωνία» δεν είναι και τόσο δημοφιλείς στον υπόλοιπο πλανήτη. Δύσκολα μπορεί να πειστεί ο Μωαμεθανός π.χ. ότι η θρησκεία του δεν μπορεί να καθορίζει τον τρόπο λειτουργίας της κοινωνίας (αυτό τα αναλαμβάνει η αγορά), αλλά πρέπει να περιοριστεί αποκλειστικά στη σφαίρα του ιδιωτικού.

Τυπικό δείγμα ξεπεσμένου νάρκισσου αστού. Κάτάφερε πάλι να εξοργίσει την… πλουτοκρατία των παραγκουπόλεων του Καίρου και της Γάζας. Η γροθιά μας μάρανε… 
Κακώς, λοιπόν, αντιμετωπίζουμε τέτοια γεγονότα υπό το πρίσμα της ελευθερίας του λόγου. Όσοι το επικαλούνται σήμερα, όχι μόνο δεν φιμώνονται από το κράτος και την εξουσία, αλλά συνήθως επιδοτούνται και προβάλλονται από πάνω. Άρα, στις «ελεύθερες» δυτικές κοινωνίες δεν μπορούμε να μιλάμε με όρους του μεσαίωνα, ούτε βέβαια, μπορεί ο κάθε αστός διανοούμενος να περνάει ως «αγωνιστής» και «εικονοκλάστης», επειδή εξευτέλισε στο έργο του τον Χριστό ή τον Μωάμεθ. Βέβαια, εικονοκλάστες υπήρξαν πολλοί, από την αρχαιότητα κιόλας, αν και, συνήθως, πολέμαγαν τα σύμβολα και τα ιερά των αντιπάλων τους, όχι τα δικά τους. Ο εξευτελισμός των ιερών και οσίων των αντιπάλων σου (στην περίπτωση του σύγχρονου αυτοαναφορικού ατόμου, αντίπαλος «άλλος» είναι καταρχήν η ίδια η κοινωνία στην οποία ζει) δεν είναι δα και κάτι καινούριο, πόσο δε μάλλον, κάτι προοδευτικό. Δεν νομίζω να υπάρχουν πολλοί φιλελεύθεροι που να θεωρούν προοδευτική και απελευθερωτική πράξη το πελέκημα των αρχαιοελληνικών και ρωμαϊκών αγαλμάτων από κάποιους χριστιανούς. Η αποκαθήλωση των συμβόλων των άλλων είναι πάντα ευκολότερη από την αποκαθήλωση των δικών μας. Το δεύτερο ενδεχόμενο θα προκαλούσε σε πολλούς φιλελεύθερους αμηχανία, ίσως και αποστροφή (τουλάχιστον στους πιο ευαίσθητους από αυτούς). Από εκεί και πέρα, κάθε φορά που ένας βολεμένος αστός διανοούμενος αποφασίζει να διασκεδάσει την ανία του εξευτελίζοντας έναν ξένο λαό ή πολιτισμό, η εξέλιξη είναι αναμενόμενη. Και συχνά είναι και αιματηρή, όπως είδαμε με το βιντεάκι για τον Μωάμεθ.
Στην Ελλάδα, αντίστοιχα, μάθαμε να αποκαλούμε «μάχη υπέρ της ελευθερίας» την υπεράσπιση της κρατικής προπαγάνδας απέναντι σε μια χούφτα «γραφικών» υπερήλικων θρησκευόμενων. Περίπου όπως κάποιος έφηβος που, υιοθετώντας κάποιο έξαλλο στυλ ντυσίματος, περηφανεύεται που κατάφερε να εξοργίσει τη γιαγιά του (τουλάχιστον αυτός δικαιολογείται, μιας και σπάνια επιχειρεί να συνδέσει αυτό το «κατόρθωμα» με κάποιο φιλοσοφικό πρόταγμα). Δεν έχουμε αντιληφθεί, ίσως, πως στην περίπτωση ανθρώπων όπως η Λένα Κιτσοπούλου (ή, στον τομέα της επιστήμης, η Ρεπούση και η Δραγώνα) δεν έχουμε να κάνουμε με διωκόμενους αγωνιστές που πολεμούν τη λογοκρισία του συστήματος, αλλά με το ίδιο το σύστημα που προσπαθεί να επιβάλλει το καπιταλιστικό φαντασιακό σε μια κοινωνία στην οποία επιβιώνουν ακόμη στοιχεία του παραδοσιακού τρόπου ζωής. Η Κιτσοπούλου, π.χ., σε παλαιότερο άρθρο της («Σε πρώτο πληθυντικό», Κοντέινερ Ελευθεροτυπίας, τ.3, Ιαν. 2010) είναι αρκετά σαφής στο βαθύτερο φιλοσοφικό θεμέλιο του συστήματος που υπηρετεί: «Εμείς οι σαραντάρηδες, εμείς οι Έλληνες, εμείς οι αριστεροί, εμείς οι Πελοποννήσιοι, εμείς οι Σκορπιοί. Ο πανηλίθιος πρώτος πληθυντικός σε μορφή καραμέλας γλυκαίνει την ανασφάλεια και το αίσθημα κατωτερότητας της ανθρώπινης φύσης» Και αφού αραδιάσει διάφορα παραδείγματα ανθρώπων που χρησιμοποιούν την απαγορευμένη λέξη «εμείς», καταλήγει: «Οι χρήστες του πρώτου πληθυντικού είναι πολλοί, έχουν ανθρώπινη μορφή, ψηφίζουν, μας εξυπηρετούν, μας χαιρετούν, γεμίζουν τα μαιευτήρια με τα νεογέννητα μωρά τους. Είναι κάτι τύποι που κάνουν συχνά τον σταυρό τους και στις εθνικές γιορτές καρφώνουν την ελληνική σημαία στα μπαλκόνια τους. Αυτοί που βάζουν τέρμα σκυλάδικα στα ηχεία των αυτοκινήτων τους και ανοίγουν τα παράθυρά τους. Αυτοί οι περήφανοι φασίστες».

Σύγχρονη τέχνη. Ο Αθανάσιος Διάκος σε ρόλο κερατωμένου σουβλατζή, προκαλεί τα χάχανα της εστέτ διανόησης της Εκάλης.
Ο φιλελευθερισμός, θέτοντας στο επίκεντρο της φιλοσοφίας του το αυτοαναφορικό άτομο, δεν μπορεί να συλλάβει το «εμείς» παρά μόνον ως υποταγή του «εγώ». Το γεγονός πως ο άνθρωπος είναι από τη φύση του «πολιτικό ζώον», η Κιτσοπούλου το αντιλαμβάνεται ως κουσούρι, ως «αίσθημα κατωτερότητας της ανθρώπινης φύσης». Θέλοντας να αντιμετωπίσει την καταπίεση του «εγώ» από το «εμείς», που συναντάμε στις δεσποτικές κοινωνίες, επέλεξε να εξαφανίσει το «εμείς». Μοναδική διέξοδος του ατόμου, βέβαια, η ψυχοθεραπεία, ο αλκοολισμός, ο πάσης φύσεως μηδενισμός, ή, για τους λιγότερο ευαίσθητους, ο καταναλωτισμός. Το ενδεχόμενο μιας κοινωνίας όπου το «εγώ» δεν θα συνθλίβεται από το «εμείς», ούτε θα ιδιωτεύει στα ντιβάνια των ψυχολόγων, αλλά θα βρίσκει την ελευθερία του μέσω του «εμείς» παραμένει ακόμη ζητούμενο, αν και η ανθρώπινη ιστορία έχει να μας προφέρει αρκετά ικανοποιητικές τέτοιες προσπάθειες ως μπούσουλα.
Από την άλλη, πέρα από το δίπολο ατομικό-συλλογικό, παραμένει και το δίπολο παράδοση-εκσυγχρονισμός. Και εδώ οι δύο εναλλακτικές είναι ανεπαρκείς και ακρωτηριαστικές – ζητούμενο παραμένει η σύνθεσή τους. Αντιγράφω από τον Ζαν Κλωντ Μισεά (Η εκπαίδευση της αμάθειας, εκδ. Βιβλιόραμα, 2002): « Στην πραγματικότητα, πολλές σύνθετες συζητήσεις πάνω στο ζήτημα της διαλεκτικής του οικουμενικού και του μερικού, ή της νεωτερικότητας και της παράδοσης θα μπορούσαν να είχαν συντομευθεί πολύ ή να είχαν αποβεί ανώφελες αν λάμβαναν υπ’ όψιν την εξαιρετικά ακριβολόγα διατύπωση του Πορτογάλου συγγραφέα Μιγκουέλ Τόργκα: «Το οικουμενικό είναι το τοπικό, μείον τα τείχη». Αυτό σημαίνει ότι μια ανθρώπινη κοινωνία προοδεύει και εκπολιτίζεται, όχι όταν καταστρέφει ή εγκαταλείπει ό,τι την χαρακτηρίζει (π.χ. τη γλώσσα της) αλλά, αντίθετα, κάθε φορά που κατορθώνει να ανοιχθεί σε άλλες ομάδες, να αντικαταστήσει δηλαδή την περιφρόνηση και την αρχική βία με διάφορους τρόπους συμβολικής ανταλλαγής». Μόνη προσθήκη στον ορισμό του Τόργκα, η φράση «μείον τα τείχη και τα κανόνια» καθώς άλλο πράγμα η ελεύθερη πολιτισμική συνεύρεση των ανθρώπινων κοινωνιών και άλλο πράγμα ο «πολιτισμικός ιμπεριαλισμός».

Τέτοιες «συμβολικές ανταλλαγές» γνώρισε πολλές και ο ελληνισμός (τυπικό παράδειγμα η εισαγωγή του βιολιού ή του κλαρίνου στην παραδοσιακή μουσική), τουλάχιστον μέχρι τη δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους, οπότε και οι μεταπρατικές ελίτ επέλεξαν τον πλήρη εκδυτικισμό, ως θεμελιώδη στρατηγική του αστικού εκσυγχρονισμού. Ακόμη και τα πιο «συντηρητικά» τμήματα των ελίτ υποστήριξαν την πολιτισμική αυτή αφομοίωση: Η Χούντα, για παράδειγμα, ταυτόχρονα με την υπεράσπιση μια «μουμιοποιημένης» παράδοσης, ευνόησε την επέλαση του αμερικανικού τρόπου ζωής ως εκσυγχρονιστικό εγχείρημα – τότε μεσουράνησαν «πνευματικοί» άνθρωποι σαν τον Μαστοράκη. Λίγοι διανοούμενοι (και ακόμη λιγότεροι πολιτικοί) προσπάθησαν να συνθέσουν την ελληνική παράδοση με τη δυτική κουλτούρα, εκσυγχρονίζοντας την πρώτη και προσαρμόζοντας τη δεύτερη: χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η «γενιά του 30». Στη μεταπολίτευση τέτοιες προσπάθειες είναι απελπιστικά λίγες, καθώς οι αστοί διανοούμενοι και καλλιτέχνες επέλεξαν τον μονόδρομο του «εξευρωπαϊσμού» που συνόδευε το σημιτικό οικονομικό «θαύμα». Έτσι, την αντίσταση απέναντι στον εκδυτικισμό ανέλαβε να εκπληρώσει ο φονταμενταλισμός, οδηγώντας σε αντιπαραθέσεις σαν αυτή στο θέατρο Χυτήριο. Βέβαια, αυτό εξυπηρετεί αφάνταστα τον καπιταλισμό, καθώς μπορεί να εμφανίζει το έργο του ως προοδευτικό: όταν προβάλλεις ως μοναδικούς σου αντιπάλους τη Λουκά και τη Χρυσή Αυγή, είναι λογικό να στρέψεις την κοινή γνώμη υπέρ σου. Έτσι καταφέρνουν και διάφοροι οργανικοί ντενεκέδες του συστήματος, όπως ο Μπίστης και η Ρεπούση να εμφανίζονται, από το παράθυρο, ως… αγωνιστές της ελευθερίας!Και να μην ξεχνάμε βέβαια και τον ρόλο του σύγχρονου μάρκετινγκ, καθώς μια διαδήλωση εναντίον ενός έργου τέχνης, με την κατάλληλη τηλεοπτική προβολή, μπορεί πάντα να φέρει λίγα εισιτήρια παραπάνω (μην ξεχνάμε ότι στη λύση αυτή καταφεύγουν συνήθως ατάλαντοι καλλιτέχνες που προσπαθούν με την πρόκληση να ισοφαρούν τη δική τους καλλιτεχνική ανεπάρκεια).

Αν βλέπουμε σήμερα τον φονταμενταλισμό να υψώνει παντού νέα τείχη, αυτό δεν σημαίνει ότι ολισθαίνουμε σε έναν νέο συντηρητικό «Μεσαίωνα», καθώς οι αξίες του φιλελευθερισμού και του καπιταλισμού επεκτείνονται διαρκώς σε ολόκληρο τον κόσμο. Ίσα ίσα, που όσο επεκτείνεται η επιρροή του καπιταλισμού στον πλανήτη και σε όλες τις πλευρές της ζωής των ανθρώπων, τόσο αυξάνεται και η επιρροή του φονταμενταλισμού. Είναι αυτή ακριβώς η επέλαση του καπιταλισμού –της παγκοσμιοποίησης, όπως αποκαλείται η σύγχρονη μορφή του– και η αποδιάρθρωση των ανθρώπινων κοινωνιών που προκαλεί, που ευθύνεται για τα τείχη που βλέπουμε να υψώνονται παντού γύρω μας. Τα σκίτσα του Μωάμεθ ή τα θεατρικά τύπου «Corpus Christi» και «Αθανάσιος Διάκος» δεν είναι παρά τα πολιτισμικά «κανόνια» του καπιταλισμού. Οι αντιδράσεις που προκαλούν δεν είναι παρά η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Η θέση των ανθρώπων που πιστεύουν σε μια καλύτερη κοινωνία δεν μπορεί να είναι με καμία από τις δύο πλευρές της αντιπαράθεσης –ούτε με τα κανόνια, ούτε με τα τείχη. Πρέπει να στέκεται απέναντι και στις δύο. Η περιφορά του «Παστίτσιου» στα Εξάρχεια μπορεί να χάρισε γέλιο και θυμηδία στους παρευρισκόμενους αστούς, αλλά, πέραν τούτου, δεν έχει να προσφέρει και πολλά πράγματα πάνω στο θέμα μας.
Αν τρομάζουμε στη θέα των τειχών, μπορούμε –τουλάχιστον– να σταματήσουμε να ενισχύουμε τα κανόνια. Αυτό είναι το ζητούμενο στην προκείμενη περίπτωση και όχι η δήθεν υπεράσπιση κάποιων κατά φαντασίαν διωκόμενων ανθρώπων του πνεύματος, των οποίων η πρόσβαση στον πλούτο και την εξουσία είναι τις περισσότερες φορές αντιστρόφως ανάλογη αυτής των διωκτών τους. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της επιβολής της δυτικής «πολύχρωμης» ομοιομορφίας, η αφόρητη αστική υποκρισία των δήθεν «υπερασπιστών της ελευθερίας του λόγου» δεν είναι παρά ένα φύλλο συκής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου